γαλούχημα — το 1.ο θηλασμός, το βύζαγμα. 2. το παιδί που θηλάζει: Χαίρεται με το γαλούχημά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλούχημα — το [γαλουχώ] 1. θηλασμός, βύζαγμα 2. το βρέφος το οποίο θηλάζει … Dictionary of Greek